- Κοινόν
- Πολιτειακές ενώσεις στην αρχαία Ελλάδα. Αυτές αποτελούνταν αρχικά από πολλές πόλεις της ίδιας φυλής ή, αργότερα, και από ξένες πόλεις, που η καθεμία διατηρούσε συνήθως την αυτονομία της, είχε τη δική της νομοθεσία, έκοβε δικά της νομίσματα, αλλά δεν είχε δικαίωμα να συνάψει χωριστή συνθήκη με άλλη πολιτεία ή να επιχειρήσει πόλεμο. Δεν ήταν συμμαχίες (όπως η Αθηναϊκή και η Πελοποννησιακή), δηλαδή χαλαροί συνασπισμοί αυτόνομων και ελεύθερων πόλεων με αμοιβαίες στρατιωτικές –αποκλειστικά– υποχρεώσεις στην περίπτωση πολεμικών συγκρούσεων· δεν ήταν επίσης αμφικτιονίες (όπως η Δελφική), αφού, σε αντίθεση με εκείνες, εξέλεγαν κοινούς πολιτικούς και στρατιωτικούς άρχοντες. Αποτελούσαν όμως προβαθμίδα των συμπολιτειών (Αχαϊκής, Αιτωλικής), οι οποίες αντιστοιχούν στα σημερινά ομόσπονδα κράτη. Τα Κ., αυτές οι μορφές κοινής πολιτικής ζωής, γεννήθηκαν από την τάση κατακερματισμένων κοινωνικών ομάδων προς ενοποίηση, η οποία τους εξασφάλιζε ειρηνική διαβίωση και οικονομική και πνευματική άνθηση. Πρόδρομοί τους υπήρξαν οι, αναγόμενοι σε πολύ παλιούς χρόνους, σύνδεσμοι θρησκευτικού χαρακτήρα. Έτσι, για παράδειγμα, το Κ. των Αρκάδων προήλθε από τη λατρεία του Λυκαίου Δία στη Λυκόσουρα, το Κ. των Αχαιών από τη θρησκευτική ένωση των Αχαιών γύρω από τον βωμό του Αμαρίου Δία και το Κ. των Βοιωτών από τις θρησκευτικές συγκεντρώσεις στον ναό του Ποσειδώνα στην Ογχηστό και από τα Παμβοιώτια στο ιερό της Ιτωνίας Αθηνάς στη Χαιρώνεια. Τα Κ. ασκούσαν την κυριαρχική τους εξουσία με τις συνελεύσεις (εκκλησίες), στις οποίες μπορούσαν να λάβουν μέρος όλοι οι πολίτες, και με τις βουλές ή τα συνέδρια, των οποίων τα μέλη ήταν αντιπρόσωποι των πόλεων. Αυτές οι συνελεύσεις, που διεξάγονταν σε κάποιον κοινό ιερό τόπο ή σε κάποια –όχι πάντα την ίδια– από τις πόλεις του Κ., εξέλεγαν τις αρχές, δηλαδή τους πολιτικούς και στρατιωτικούς άρχοντες, που όφειλαν να εκτελούν τις αποφάσεις των συνελεύσεων, να διευθύνουν την εξωτερική πολιτική, να στρατολογούν και να διοικούν τις ένοπλες δυνάμεις, να εισπράττουν τα εισοδήματα και να διαχειρίζονται το κοινό ταμείο. Το αρχαιότερο όλων των Κ. ήταν το Κ. των Βοιωτών (η ίδρυσή του ανάγεται στον 7o αι. π.Χ.), που λειτούργησε ως πρότυπο άλλων Κ. και διατηρήθηκε για πολύ καιρό με ηγεμονεύουσα πόλη τη Θήβα. Διαλύθηκε μετά τη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.) και ανασυστήθηκε μετά τη μάχη της Κορώνειας (447). Η πολιτική οργάνωσή του, στη δεύτερη περίοδό του (447-386), είναι γνωστή από τα Ελληνικά της Οξυρρύγχου. Σύμφωνα με αυτά, το Κ. των Βοιωτών απαρτιζόταν από τις Θεσπιές, τον Ορχομενό, τη Θήβα, την Τανάγρα, την Αλίαρτο, την Κορώνεια, τη Χαιρώνεια, τους Κώπες και την Ακραιφία. Η Βοιωτία ήταν χωρισμένη σε 11 τμήματα, που το καθένα εξέλεγε έναν βοιώταρχο και 60 βουλευτές. Μετά την Ανταλκίδεια ειρήνη (386) διαλύθηκε το Κ. των Βοιωτών, αλλά επί Πελοπίδα και Επαμεινώνδα επαναλειτούργησε στηριζόμενο σε δημοκρατικές βάσεις· μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) διαλύθηκε. Αρκετά παλαιό ήταν το Κ. των Λοκρών των Ηοίων, του οποίου η εκτελεστική εξουσία βρισκόταν στα χέρια του ενιαύσιου αρχούπροστάτα. Στον 7o αι. αναγόταν και η σύσταση του Κ. των Θεσσαλών, του οποίου όμως η οργάνωση ετέθη σε δημοκρατικές βάσεις επί Επαμεινώνδα. Στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. εξουσιαζόταν από τον άρχοντα, ο οποίος εκπροσωπούσε, έπειτα από ψηφοφορία, το σύνολο του θεσσαλικού λαού και είχε την ανώτατη διοίκηση των στρατιωτικών δυνάμεων, βοηθούμενος από τους πολεμάρχους, τους ιππάρχους και τους πεζάρχους. Στη Θεσσαλία υπήρχαν και τα Κ των Μαγνήτων, των Οιταιέων, των Αινιάνων· στη Στερεά τα Κ. των Ακαρνάνων, των Αιτωλών, των Φωκαέων και των Δωριέων· στην Ήπειρο τα Κ. των Μολοσσών, των Ηπειρωτών, των Θεσπρωτών και των Αθαμάνων· στην Εύβοια το Κ. των Ευβοέων και στην Πελοπόννησο τα Κ. των Αχαιών, των Ελευθερολακώνων και των Αρκάδων, το οποίο ήταν οργανωμένο κατά το πρότυπο του βοιωτικού. Στην Κρήτη εμφανίζεται το Κ. των Κρηταιέων από τη στιγμή που η Κνωσός και η Γόρτυς συνεννοήθηκαν να υποτάξουν ολόκληρο το νησί· στις Κυκλάδες το Κ. των Νησιωτών, που οργανώθηκε από τον Πτολεμαίο τον Σωτήρα, όταν κήρυξε στην Κόρινθο (308 π.Χ.) την ελευθερία των Ελλήνων και του οποίου θρησκευτικό κέντρο ήταν ο ναός του Δήλιου Απόλλωνα· στη Μικρά Ασία το Κ. των Ιλιέων, που πιθανώς ιδρύθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο, των Ιώνων αποτελούμενο από 12 πόλεις της Ιωνίας και της Σμύρνης, των Αιολέων, των Λυκίων, του οποίου η δημοκρατική οργάνωση περιγράφεται από τον Στράβωνα (βιβλίο ΙΔ’) και εξυμνείται από τον Μοντεσκιέ (Esprit des Lois IX, 3) και των Καρών. Αξιόλογο ήταν και το Κ. των Χαλκιδέων στη Χαλκιδική, με κέντρο την Όλυνθο. Η προσχώρηση κάποιας πόλης σε αυτό το Κ. γινόταν υπό δύο όρους: «εφ’ ω τε νόμοις τοις αυτοίς χρήσθαι καί συμπολιτεύειν». Γενικά, το Κ. των Χαλκιδέων ήταν οργανωμένο, περίπου όπως μια συμπολιτεία. Αργότερα ξεκίνησε η παρακμή των κ., καθώς εξέλιπαν οι αιτίες που τα δημιούργησαν. Αναφέρονται και στη ρωμαϊκή εποχή, αλλά τα συγκεκριμένα δεν είχαν καμία πολιτική δικαιοδοσία. Επρόκειτο πλέον για θρησκευτικούς και αθλητικούς συνδέσμους, που φρόντιζαν για τη μεγαλοπρεπή διεξαγωγή αγώνων και εορτών.
Dictionary of Greek. 2013.